αρκουδιάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρκουδιάρα οι αρκουδιάρες
      γενική της αρκουδιάρας των αρκουδιάρων
    αιτιατική την αρκουδιάρα τις αρκουδιάρες
     κλητική αρκουδιάρα αρκουδιάρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρκουδιάρα < αρκουδιάρ(ης) +

Ουσιαστικό

αρκουδιάρα θηλυκό

  1. (σπάνιο) θηλυκό του αρκουδιάρης, άλλη μορφή του αρκουδιάρισσα
  2. (μεταφορικά) άξεστη γυναίκα
  3. (μεταφορικά) πανάσχημη γυναίκα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αρκουδιάρης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.