αρκουδιάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρκουδιάρης | οι | αρκουδιάρηδες & αρκουδιαραίοι |
| γενική | του | αρκουδιάρη | των | αρκουδιάρηδων & αρκουδιαραίων |
| αιτιατική | τον | αρκουδιάρη | τους | αρκουδιάρηδες & αρκουδιαραίους |
| κλητική | αρκουδιάρη | αρκουδιάρηδες & αρκουδιαραίοι | ||
| Κατηγορία όπως «νοικοκύρης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αρκουδιάρης αρσενικό (θηλυκό: αρκουδιάρισσα & αρκουδιάρα)
- (επάγγελμα) πλανόδιος που έχει εκπαιδεύσει αρκούδα να κάνει διάφορες κινήσεις και την χρησιμοποιεί για δημόσιο θέαμα
- (μεταφορικά) ο άθλιος ή ο εκμεταλλευτής
Συγγενικά
- αρκουδιάρα
- αρκουδιάρισσα
- → και δείτε τη λέξη αρκούδα
Μεταφράσεις
αρκουδιάρης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.