αργυροφυλλία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αργυροφυλλία | οι | αργυροφυλλίες |
| γενική | της | αργυροφυλλίας | των | αργυροφυλλιών |
| αιτιατική | την | αργυροφυλλία | τις | αργυροφυλλίες |
| κλητική | αργυροφυλλία | αργυροφυλλίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αργυροφυλλία θηλυκό
Συνώνυμα
- αργύρωση
- μολύβδωση
Μεταφράσεις
αργυροφυλλία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.