ασημογκρίζος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασημογκρίζος η ασημογκρίζα το ασημογκρίζο
      γενική του ασημογκρίζου της ασημογκρίζας του ασημογκρίζου
    αιτιατική τον ασημογκρίζο την ασημογκρίζα το ασημογκρίζο
     κλητική ασημογκρίζε ασημογκρίζα ασημογκρίζο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασημογκρίζοι οι ασημογκρίζες τα ασημογκρίζα
      γενική των ασημογκρίζων των ασημογκρίζων των ασημογκρίζων
    αιτιατική τους ασημογκρίζους τις ασημογκρίζες τα ασημογκρίζα
     κλητική ασημογκρίζοι ασημογκρίζες ασημογκρίζα
Συγκρίνετε με την κλίση του «ασημόγκριζος».
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασημογκρίζος < ασημο- + γκρίζος, ασημόγκριζος με μετακίνηση τόνου (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.si.moˈɡɾi.zos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ασημογκρίζος
τονικό παρώνυμο: ασημόγκριζος

Επίθετο

ασημογκρίζος, -α, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.