μολύβδωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μολύβδωση | οι | μολυβδώσεις |
| γενική | της | μολύβδωσης* | των | μολυβδώσεων |
| αιτιατική | τη | μολύβδωση | τις | μολυβδώσεις |
| κλητική | μολύβδωση | μολυβδώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μολυβδώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
μολύβδωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.