μολύβδωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μολύβδωση οι μολυβδώσεις
      γενική της μολύβδωσης* των μολυβδώσεων
    αιτιατική τη μολύβδωση τις μολυβδώσεις
     κλητική μολύβδωση μολυβδώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μολυβδώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μολύβδωση < μολυβδώνω + -ση

Ουσιαστικό

μολύβδωση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μολυβδώνω
  2. (βοτανική) αργυροφυλλία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.