αραιωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αραιωμένος | η | αραιωμένη | το | αραιωμένο |
| γενική | του | αραιωμένου | της | αραιωμένης | του | αραιωμένου |
| αιτιατική | τον | αραιωμένο | την | αραιωμένη | το | αραιωμένο |
| κλητική | αραιωμένε | αραιωμένη | αραιωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αραιωμένοι | οι | αραιωμένες | τα | αραιωμένα |
| γενική | των | αραιωμένων | των | αραιωμένων | των | αραιωμένων |
| αιτιατική | τους | αραιωμένους | τις | αραιωμένες | τα | αραιωμένα |
| κλητική | αραιωμένοι | αραιωμένες | αραιωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αραιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αραιώνω
Μετοχή
αραιωμένος
- αυτός που έχει αραιωθεί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.