αραβόγλωσσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αραβόγλωσσος η αραβόγλωσση το αραβόγλωσσο
      γενική του αραβόγλωσσου της αραβόγλωσσης του αραβόγλωσσου
    αιτιατική τον αραβόγλωσσο την αραβόγλωσση το αραβόγλωσσο
     κλητική αραβόγλωσσε αραβόγλωσση αραβόγλωσσο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αραβόγλωσσοι οι αραβόγλωσσες τα αραβόγλωσσα
      γενική των αραβόγλωσσων των αραβόγλωσσων των αραβόγλωσσων
    αιτιατική τους αραβόγλωσσους τις αραβόγλωσσες τα αραβόγλωσσα
     κλητική αραβόγλωσσοι αραβόγλωσσες αραβόγλωσσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αραβόγλωσσος < αραβό- + -γλωσσος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɾaˈvo.ɣlo.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αραβόγλωσσος

Επίθετο

αραβόγλωσσος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αραβόγλωσσος -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.