αραβούργημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αραβούργημα τα αραβουργήματα
      γενική του αραβουργήματος των αραβουργημάτων
    αιτιατική το αραβούργημα τα αραβουργήματα
     κλητική αραβούργημα αραβουργήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αραβούργημα < αραβ(ικός) + -ούργημα[1] ή αραβουργ(ώ) + -ημα[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɾaˈvuɾ.ʝi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αραβούργημα

Ουσιαστικό

αραβούργημα ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αραβούργημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.