αραβουργώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αραβουργώ < Αραβία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɾa.vuɾˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρα‐βουρ‐γώ
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αραβουργώ | αραβουργούσα | θα αραβουργώ | να αραβουργώ | αραβουργώντας | |
| β' ενικ. | αραβουργείς | αραβουργούσες | θα αραβουργείς | να αραβουργείς | (αραβούργει) | |
| γ' ενικ. | αραβουργεί | αραβουργούσε | θα αραβουργεί | να αραβουργεί | ||
| α' πληθ. | αραβουργούμε | αραβουργούσαμε | θα αραβουργούμε | να αραβουργούμε | ||
| β' πληθ. | αραβουργείτε | αραβουργούσατε | θα αραβουργείτε | να αραβουργείτε | αραβουργείτε | |
| γ' πληθ. | αραβουργούν(ε) | αραβουργούσαν(ε) | θα αραβουργούν(ε) | να αραβουργούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αραβούργησα | θα αραβουργήσω | να αραβουργήσω | αραβουργήσει | ||
| β' ενικ. | αραβούργησες | θα αραβουργήσεις | να αραβουργήσεις | αραβούργησε | ||
| γ' ενικ. | αραβούργησε | θα αραβουργήσει | να αραβουργήσει | |||
| α' πληθ. | αραβουργήσαμε | θα αραβουργήσουμε | να αραβουργήσουμε | |||
| β' πληθ. | αραβουργήσατε | θα αραβουργήσετε | να αραβουργήσετε | αραβουργήστε | ||
| γ' πληθ. | αραβούργησαν αραβουργήσαν(ε) |
θα αραβουργήσουν(ε) | να αραβουργήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αραβουργήσει | είχα αραβουργήσει | θα έχω αραβουργήσει | να έχω αραβουργήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αραβουργήσει | είχες αραβουργήσει | θα έχεις αραβουργήσει | να έχεις αραβουργήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αραβουργήσει | είχε αραβουργήσει | θα έχει αραβουργήσει | να έχει αραβουργήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αραβουργήσει | είχαμε αραβουργήσει | θα έχουμε αραβουργήσει | να έχουμε αραβουργήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αραβουργήσει | είχατε αραβουργήσει | θα έχετε αραβουργήσει | να έχετε αραβουργήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αραβουργήσει | είχαν αραβουργήσει | θα έχουν αραβουργήσει | να έχουν αραβουργήσει |
| |
Μεταφράσεις
αραβουργώ
|
|
Πηγές
- αραβουργώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.