αραβοποίκιλμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αραβοποίκιλμα τα αραβοποικίλματα
      γενική του αραβοποικίλματος των αραβοποικιλμάτων
    αιτιατική το αραβοποίκιλμα τα αραβοποικίλματα
     κλητική αραβοποίκιλμα αραβοποικίλματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αραβοποίκιλμα < αραβο- + ποίκιλμα

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɾa.voˈpi.cil.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αραβοποίκιλμα

Ουσιαστικό

αραβοποίκιλμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.