αρά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρά οι αρές
      γενική της αράς των αρών
    αιτιατική την αρά τις αρές
     κλητική αρά αρές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀρά

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρά
τονικό παρώνυμο: άρα

Ουσιαστικό

αρά θηλυκό

  • (λόγιο) κατάρα, ιδιαίτερα εκκλησιαστική
      Τελειώνοντας τά σχετικά μέ τήν λύση τοϋ αφορισμού πρέπει νά προσθέσουμε ότι καί τά περίφημα συγχωροχάρτια μέ τά όποια συγχωρούνται γενικώς όλες oι αμαρτίες του χριστιανού προβλέπουν καί τήν ποινή του αφορισμού. Στην μακροσκελέστατη απαρίθμηση τών διαφόρων περιπτώσεων τέλεσης αμαρτίας αναφέρεται γιά τό επιτίμιό μας: «...» ή την παραπλήσια αναφορά: «...καί είτε ύπό κατάραν Πατρός, ή Μητρός αυτών έγένοντο είτε τω ιδίω άναθέματι ύπέπεσον. Ή όρκον ώμοσαν, κάκεΐνον παρέβησαν ή έψευδόρκησαν ή ἀράν Έκκλησιαστικήν, καί άφορισμόν έδέξαντο ποτέ παρ' Ιερέως, ή Άρχιερέως, ή Πατριάρχου δι' ήντιναούν αιτίαν, καί 'ραθυμία χρησάμενοι, ουκ έτυχον συγχωρήσεως» ('Ο αφορισμός κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, Η πορεία ενός επιτιμίου, Διδακτορική διατριβή, Παναγιώτης Δ. Μιχαηλάρης, Αθήνα, 1994, σελ. 119, με πηγή Ηλιού, συγχωροχάρτια, 64, 66)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.