απύλωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απύλωτος η απύλωτη το απύλωτο
      γενική του απύλωτου της απύλωτης του απύλωτου
    αιτιατική τον απύλωτο την απύλωτη το απύλωτο
     κλητική απύλωτε απύλωτη απύλωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απύλωτοι οι απύλωτες τα απύλωτα
      γενική των απύλωτων των απύλωτων των απύλωτων
    αιτιατική τους απύλωτους τις απύλωτες τα απύλωτα
     κλητική απύλωτοι απύλωτες απύλωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απύλωτος < αρχαία ελληνική ἀπύλωτος

Επίθετο

απύλωτος, -η, -ο

  • που δεν έχει πύλη
  • που φλυαρεί συνεχώς για να κακολογήσει ή που βωμολοχεί συνεχώς
    Aυτός έχει απύλωτο στόμα
     
    Εβρισε ο απύλωτος,
    όπως συνήθως, πάλι,
    αλλά ετούτη τη φορά
    ...«με γειά του» και «χαλάλι»,
    αφού είναι αποκριές
    κι έχουμε καρναβάλι!
    (Εφημερίδα Ριζοσπάστης, Μασκαραλίκια, 24/2/2000 )

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.