ἀπύλωτος

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

ἀπύλωτος < ἀ- + πυλόω[1] / πυλ(ῶ) + -τος

Επίθετο

ἀπύλωτος, -ος/(-η), -ον

  • απύλωτος, που δεν ασφαλίζεται με πύλη
      4ος αιώνας πΚΕ Ξενοφών 430–354 πΚΕ, Ελληνικά, Ε.4.20
    κἀκεῖνος πειθόμενος αὐτοῖς, προσποιησάμενος τὸν Πειραιᾶ καταλήψεσθαι, ὅτι δὴ ἀπύλωτος ἦν, ἦγεν ἐκ τῶν Θεσπιῶν πρῲ δειπνήσαντας τοὺς στρατιώτας, φάσκων πρὸ ἡμέρας καθανύσειν εἰς τὸν Πειραιᾶ.
    Εκείνος τους εισάκουσε και, κάνοντας πως ήθελε τάχα να καταλάβει τον Πειραιά —που δεν είχε πύλες— πρόσταξε τον στρατό του να δειπνήσει νωρίς και ξεκίνησε από τις Θεσπιές δηλώνοντας ότι προτού ξημερώσει θα ᾽φταναν στον Πειραιά.
    Μετάφραση: Ρόδης Ρούφος, 1η έκδ:1966 έκδ:2012 @greek-language.gr
    Οι Θηβαίοι πείθουν τον Σφοδρία, αρμοστή στις Θεσπιές.

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Αναφορές

  1. Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.