πυθμήν

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πυθμήν οἱ πυθμένες
      γενική τοῦ πυθμένος τῶν πυθμένων
      δοτική τῷ πυθμέν τοῖς πυθμέσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν πυθμέν τοὺς πυθμένᾰς
     κλητική ! πυθμήν πυθμένες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυθμένε
γεν-δοτ τοῖν  πυθμένοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ποιμήν' όπως «ποιμήν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυθμήν < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πυθμήν, -ένος αρσενικό

  1. πυθμένας
  2. (Χρειάζεται επεξεργασία)

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.