απόφανση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόφανση οι αποφάνσεις
      γενική της απόφανσης* των αποφάνσεων
    αιτιατική την απόφανση τις αποφάνσεις
     κλητική απόφανση αποφάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποφάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απόφανση < αρχαία ελληνική ἀπόφανσις < ἀποφαίνομαι < φαίνω

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈpo.fan.si/

Ουσιαστικό

απόφανση θηλυκό

  1. (λόγιο) η διατύπωση μιας γνώμης, μιας κρίσης
  2. (νομικός όρος) έκδοση δικαστικής απόφασης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.