assertion

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

assertion (en)

  1. δήλωση, ισχυρισμός, διαβεβαίωση
  2. (προγραμματισμός) εντολή σε πρόγραμμα που δηλώνει ότι σε κάποιο σημείο του προγράμματος μία συνθήκη πρέπει να είναι αληθής. Χρησιμοποιείται στην αποσφαλμάτωση (debugging)
    Στην γλώσσα προγραμματισμού C, η εντολή assert(x > 1);, είναι ένα assertion και δημιουργεί μήνυμα λάθους όταν δεν ισχύει x > 1

Συγγενικά

  • assertion στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.sɛʁ.sjɔ̃/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
assertion assertions

assertion (fr) θηλυκό

  1. δήλωση, ισχυρισμός, διαβεβαίωση

Συγγενικά

  • assertif
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.