απόταξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απόταξη | οι | αποτάξεις |
| γενική | της | απόταξης* | των | αποτάξεων |
| αιτιατική | την | απόταξη | τις | αποτάξεις |
| κλητική | απόταξη | αποτάξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποτάξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απόταξη < αρχαία ελληνική ἀπόταξις, μορφολογικά αναλύεται από- + τάξη
Ουσιαστικό
απόταξη θηλυκό
- η απόλυση, η οριστική απομάκρυνση από το στράτευμα, αξιωματικού ή υπαξιωματικού του στρατού λόγω παραπτώματος (σε αντίθεση με την αποστράτευση)
- η κατάσταση που βρίσκεται ο πρώην στρατιωτικός μετά από την απόταξη (1)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.