απόπιμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόπιμα τα αποπίματα
      γενική του αποπίματος των αποπιμάτων
    αιτιατική το απόπιμα τα αποπίματα
     κλητική απόπιμα αποπίματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απόπιμα < αποπί(νω) + -μα [1] Δείτε και το μεσαιωνικό ἀπόπιμα

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈpo.pi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απόπιμα

Ουσιαστικό

απόπιμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.