asset

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
asset assets

Ουσιαστικό

asset (en)

  1. το περιουσιακό στοιχείο
    Besides a small property, he doesn’t have any other assets.
    Εκτός από ένα κτηματάκι δεν έχει άλλα περιουσιακά στοιχεία.
  2. το προσόν
  3. στον πληθυντικό:  δείτε τη λέξη assets
  4. άνθρωπος ή αντικείμενο «κλειδί» ή σημαντικό βοήθημα
    • πληροφοριοδότης
  5. (HTML, Web design) τα λοιπά στοιχεία που συνοδεύουν ένα έγγραφο HTML, όπως εικόνες, αρχεία CSS, αρχεία JavaScript, βίντεο, κλπ.
     συνώνυμα: associated resources, sub-resources

Αντώνυμα

  • asset στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.