asset
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| asset | assets |
Ουσιαστικό
asset (en)
- το περιουσιακό στοιχείο
- ↪ Besides a small property, he doesn’t have any other assets.
- Εκτός από ένα κτηματάκι δεν έχει άλλα περιουσιακά στοιχεία.
- ↪ Besides a small property, he doesn’t have any other assets.
- το προσόν
- στον πληθυντικό: → δείτε τη λέξη assets
- άνθρωπος ή αντικείμενο «κλειδί» ή σημαντικό βοήθημα
- πληροφοριοδότης
- (HTML, Web design) τα λοιπά στοιχεία που συνοδεύουν ένα έγγραφο HTML, όπως εικόνες, αρχεία CSS, αρχεία JavaScript, βίντεο, κλπ.
Αντώνυμα
-
asset στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.