απτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απτικός | η | απτική | το | απτικό |
| γενική | του | απτικού | της | απτικής | του | απτικού |
| αιτιατική | τον | απτικό | την | απτική | το | απτικό |
| κλητική | απτικέ | απτική | απτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απτικοί | οι | απτικές | τα | απτικά |
| γενική | των | απτικών | των | απτικών | των | απτικών |
| αιτιατική | τους | απτικούς | τις | απτικές | τα | απτικά |
| κλητική | απτικοί | απτικές | απτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απτικός < αρχαία ελληνική ἁπτικός (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική tactile)
Επίθετο
απτικός, -ή, -ό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.