απτέρυξ

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απτέρυξ οι απτέρυγες
      γενική του απτέρυγος των απτερύγων
    αιτιατική τον απτέρυγα τους απτέρυγες
     κλητική απτέρυξ απτέρυγες
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Απτέρυξ.

Ετυμολογία

απτέρυξ < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική aptéryx < ἀ- + αρχαία ελληνική πτέρυξ

Ουσιαστικό

απτέρυξ αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.