kiwi

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

kiwi (en)

  1. (φρούτο) το ακτινίδιο
  2. (πτηνό) απτέρυξ
  3. (νόμισμα) το δολάριο της Νέας Ζηλανδίας



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

kiwi < (άμεσο δάνειο) αγγλική kiwi < νεοζηλανδικής καταγωγής

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
kiwi kiwis

kiwi (fr) αρσενικό

  1. (φρούτο) το ακτινίδιο
  2. (πτηνό) απτέρυξ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.