ἀποφεύγω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἀποφεύγω 
Παρατατικός  ἀπέφευγον 
Μέλλοντας  ἀποφεύξομαι, -οῦμαι 
Αόριστος  ἀπέφυγον 
Παρακείμενος  ἀποπέφευγα 
Υπερσυντέλικος  ἀπεπεφεύγ__ν 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

ἀποφεύγω < ἀπο- + φεύγω

Ρήμα

ἀποφεύγω

  1. αποφεύγω, διαφεύγω από
  2. (νομικός όρος) απαλλάσσομαι από ένα άτομο
  3. αθωώνομαι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.