αποφοιτήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αποφοιτήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποφοιτώ
  2. θα αποφοιτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποφοιτώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αποφοιτήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποφοίτηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.