απουσιασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απουσιασμός οι απουσιασμοί
      γενική του απουσιασμού των απουσιασμών
    αιτιατική τον απουσιασμό τους απουσιασμούς
     κλητική απουσιασμέ απουσιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απουσιασμός < απουσιάζω + -μός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική absenteeism)

Ουσιαστικό

απουσιασμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.