απουσιασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | απουσιασμός | οι | απουσιασμοί |
| γενική | του | απουσιασμού | των | απουσιασμών |
| αιτιατική | τον | απουσιασμό | τους | απουσιασμούς |
| κλητική | απουσιασμέ | απουσιασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απουσιασμός < απουσιάζω + -μός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική absenteeism)
Ουσιαστικό
απουσιασμός αρσενικό
- (νεολογισμός) (σπάνιο) το να απουσιάζει κάποιος συστηματικά από κάπου, π.χ. από την εργασία
- Ο απουσιασμός των μισθωτών: η περίπτωση του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα. (Τίτλος Διδακτορικής διατριβής)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.