αποτρεπτικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποτρεπτικότητα | οι | αποτρεπτικότητες |
| γενική | της | αποτρεπτικότητας | των | αποτρεπτικοτήτων |
| αιτιατική | την | αποτρεπτικότητα | τις | αποτρεπτικότητες |
| κλητική | αποτρεπτικότητα | αποτρεπτικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποτρεπτικότητα < αποτρεπτικός + -ότητα
Ουσιαστικό
αποτρεπτικότητα θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα του αποτρεπτικού, το να είναι κάποιος αποτρεπτικός
Μεταφράσεις
αποτρεπτικότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.