αποσυμπιέζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποσυμπιέζω < απο- + συμπιέζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décomprimer) [1]

Ρήμα

αποσυμπιέζω (παθητική φωνή: αποσυμπιέζομαι)

  1. μειώνω σταδιακά την υψηλή ατμοσφαιρική πίεση
  2. (τεχνολογία) αφαιρώ τη συμπίεση που είχα επιφέρει σε κάποια αρχεία υπολογιστή και τα επαναφέρω στην αρχικής τους μορφή
  3. (μεταφορικά) μειώνω την ένταση μιας κατάστασης
    Αποσυμπίεσε το βαρύ κλίμα μέσα από το χιούμορ του

Αντώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.