αποσυμπίεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποσυμπίεση | οι | αποσυμπιέσεις |
| γενική | της | αποσυμπίεσης* | των | αποσυμπιέσεων |
| αιτιατική | την | αποσυμπίεση | τις | αποσυμπιέσεις |
| κλητική | αποσυμπίεση | αποσυμπιέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποσυμπιέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποσυμπίεση < αποσυμπιέζω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décompression)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αποσυμπιέζω, συμπιέζω και πιέζω
Μεταφράσεις
αποσυμπίεση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.