αποστραγγιστήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αποστραγγιστήρας | οι | αποστραγγιστήρες |
| γενική | του | αποστραγγιστήρα | των | αποστραγγιστήρων |
| αιτιατική | τον | αποστραγγιστήρα | τους | αποστραγγιστήρες |
| κλητική | αποστραγγιστήρα | αποστραγγιστήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποστραγγιστήρας < αποστραγγίζω + -τήρας
Ουσιαστικό
αποστραγγιστήρας αρσενικό
- ειδικός αγωγός ή αυλάκι από τα οποία απομακρύνεται το νερό κατά τη διαδικασία της αποστράγγισης
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αποστραγγίζω και στραγγίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.