αποσταλαγμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποσταλαγμένος η αποσταλαγμένη το αποσταλαγμένο
      γενική του αποσταλαγμένου της αποσταλαγμένης του αποσταλαγμένου
    αιτιατική τον αποσταλαγμένο την αποσταλαγμένη το αποσταλαγμένο
     κλητική αποσταλαγμένε αποσταλαγμένη αποσταλαγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποσταλαγμένοι οι αποσταλαγμένες τα αποσταλαγμένα
      γενική των αποσταλαγμένων των αποσταλαγμένων των αποσταλαγμένων
    αιτιατική τους αποσταλαγμένους τις αποσταλαγμένες τα αποσταλαγμένα
     κλητική αποσταλαγμένοι αποσταλαγμένες αποσταλαγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

αποσταλαγμένος μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποσταλάζω

Συγγενικά


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.