αποσάρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αποσάρωμα | τα | αποσαρώματα |
| γενική | του | αποσαρώματος | των | αποσαρωμάτων |
| αιτιατική | το | αποσάρωμα | τα | αποσαρώματα |
| κλητική | αποσάρωμα | αποσαρώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποσάρωμα < αποσαρώνω < (ελληνιστική κοινή) σαρόω / σαρῶ < αρχαία ελληνική σαίρω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.