αποσάρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποσάρωμα τα αποσαρώματα
      γενική του αποσαρώματος των αποσαρωμάτων
    αιτιατική το αποσάρωμα τα αποσαρώματα
     κλητική αποσάρωμα αποσαρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποσάρωμα < αποσαρώνω < (ελληνιστική κοινή) σαρόω / σαρῶ < αρχαία ελληνική σαίρω

Ουσιαστικό

αποσάρωμα ουδέτερο

  1. η ολοκλήρωση του σαρώματος, του σκουπίσματος
  2. άλλη γραφή του αποσαρίδι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.