σκούπισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκούπισμα | τα | σκουπίσματα |
| γενική | του | σκουπίσματος | των | σκουπισμάτων |
| αιτιατική | το | σκούπισμα | τα | σκουπίσματα |
| κλητική | σκούπισμα | σκουπίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκούπισμα < σκουπίζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
σκούπισμα ουδέτερο
- η ενέργεια του σκουπίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.