αποσαρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποσαρώνω < απο- + σαρώνω < (ελληνιστική κοινή) σαρόω / σαρῶ < αρχαία ελληνική σαίρω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποσαρώνω | αποσάρωνα | θα αποσαρώνω | να αποσαρώνω | αποσαρώνοντας | |
| β' ενικ. | αποσαρώνεις | αποσάρωνες | θα αποσαρώνεις | να αποσαρώνεις | αποσάρωνε | |
| γ' ενικ. | αποσαρώνει | αποσάρωνε | θα αποσαρώνει | να αποσαρώνει | ||
| α' πληθ. | αποσαρώνουμε | αποσαρώναμε | θα αποσαρώνουμε | να αποσαρώνουμε | ||
| β' πληθ. | αποσαρώνετε | αποσαρώνατε | θα αποσαρώνετε | να αποσαρώνετε | αποσαρώνετε | |
| γ' πληθ. | αποσαρώνουν(ε) | αποσάρωναν αποσαρώναν(ε) |
θα αποσαρώνουν(ε) | να αποσαρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποσάρωσα | θα αποσαρώσω | να αποσαρώσω | αποσαρώσει | ||
| β' ενικ. | αποσάρωσες | θα αποσαρώσεις | να αποσαρώσεις | αποσάρωσε | ||
| γ' ενικ. | αποσάρωσε | θα αποσαρώσει | να αποσαρώσει | |||
| α' πληθ. | αποσαρώσαμε | θα αποσαρώσουμε | να αποσαρώσουμε | |||
| β' πληθ. | αποσαρώσατε | θα αποσαρώσετε | να αποσαρώσετε | αποσαρώστε | ||
| γ' πληθ. | αποσάρωσαν αποσαρώσαν(ε) |
θα αποσαρώσουν(ε) | να αποσαρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποσαρώσει | είχα αποσαρώσει | θα έχω αποσαρώσει | να έχω αποσαρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποσαρώσει | είχες αποσαρώσει | θα έχεις αποσαρώσει | να έχεις αποσαρώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποσαρώσει | είχε αποσαρώσει | θα έχει αποσαρώσει | να έχει αποσαρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποσαρώσει | είχαμε αποσαρώσει | θα έχουμε αποσαρώσει | να έχουμε αποσαρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποσαρώσει | είχατε αποσαρώσει | θα έχετε αποσαρώσει | να έχετε αποσαρώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποσαρώσει | είχαν αποσαρώσει | θα έχουν αποσαρώσει | να έχουν αποσαρώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.