σάρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σάρωμα τα σαρώματα
      γενική του σαρώματος των σαρωμάτων
    αιτιατική το σάρωμα τα σαρώματα
     κλητική σάρωμα σαρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σάρωμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σάρωμα < σαρόω + -μα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsa.ɾo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σάρωμα

Ουσιαστικό

σάρωμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σάρωμᾰ τὰ σαρώμᾰτ
      γενική τοῦ σαρώμᾰτος τῶν σαρωμᾰ́των
      δοτική τῷ σαρώμᾰτ τοῖς σαρώμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ σάρωμᾰ τὰ σαρώμᾰτ
     κλητική ! σάρωμᾰ σαρώμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σαρώμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  σαρωμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σάρωμα < σαρόω + -μα

Ουσιαστικό

σάρωμα ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.