σάρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σάρωμα | τα | σαρώματα |
| γενική | του | σαρώματος | των | σαρωμάτων |
| αιτιατική | το | σάρωμα | τα | σαρώματα |
| κλητική | σάρωμα | σαρώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σάρωμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σάρωμα < σαρόω + -μα[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsa.ɾo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σά‐ρω‐μα
Συγγενικά
- Σαρώματα (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
σάρωμα
|
|
Αναφορές
- σάρωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | σάρωμᾰ | τὰ | σαρώμᾰτᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | σαρώμᾰτος | τῶν | σαρωμᾰ́των | ||||
| δοτική | τῷ | σαρώμᾰτῐ | τοῖς | σαρώμᾰσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸ | σάρωμᾰ | τὰ | σαρώμᾰτᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | σάρωμᾰ | σαρώμᾰτᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σαρώμᾰτε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | σαρωμᾰ́τοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Πηγές
- σάρωμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.