δυσλειτουργώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δυσλειτουργώ < δυσ- + λειτουργώ (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική malfunction)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ðiz.li.tuɾˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δυσλειτουργώ

Ρήμα

δυσλειτουργώ, αόρ.: δυσλειτούργησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις δυσ- και λειτουργώ

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.