απορριμματοφόρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | απορριμματοφόρο | τα | απορριμματοφόρα |
| γενική | του | απορριμματοφόρου | των | απορριμματοφόρων |
| αιτιατική | το | απορριμματοφόρο | τα | απορριμματοφόρα |
| κλητική | απορριμματοφόρο | απορριμματοφόρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

σύγχρονο απορριμματοφόρο (1) στο Χονγκ Κονγκ
Ετυμολογία
- απορριμματοφόρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο απορριμματοφόρος
Συνώνυμα
- σκουπιδιάρα
- σκυβαλοφόρο στην κυπριακή διάλεκτο
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
απορριμματοφόρο
- αιτιατική ενικού του απορριμματοφόρος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του απορριμματοφόρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.