απορριμματοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απορριμματοφόρος | η | απορριμματοφόρα | το | απορριμματοφόρο |
| γενική | του | απορριμματοφόρου | της | απορριμματοφόρας | του | απορριμματοφόρου |
| αιτιατική | τον | απορριμματοφόρο | την | απορριμματοφόρα | το | απορριμματοφόρο |
| κλητική | απορριμματοφόρε | απορριμματοφόρα | απορριμματοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απορριμματοφόροι | οι | απορριμματοφόρες | τα | απορριμματοφόρα |
| γενική | των | απορριμματοφόρων | των | απορριμματοφόρων | των | απορριμματοφόρων |
| αιτιατική | τους | απορριμματοφόρους | τις | απορριμματοφόρες | τα | απορριμματοφόρα |
| κλητική | απορριμματοφόροι | απορριμματοφόρες | απορριμματοφόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απορριμματοφόρος < απορρίμματα + -φόρος
Επίθετο
απορριμματοφόρος. -ος ή -α, -ο, το ουδέτερο αναφερόμενο σε όχημα φέρεται ουσιαστικοποιημένο
- αυτός που φέρει, μεταφέρει απορρίμματα
- απορριμματοφόρος κάδος, απορριμματοφόρα μαούνα,
Μεταφράσεις
απορριμματοφόρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.