αποπληξία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποπληξία οι αποπληξίες
      γενική της αποπληξίας των αποπληξιών
    αιτιατική την αποπληξία τις αποπληξίες
     κλητική αποπληξία αποπληξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποπληξία < αρχαία ελληνική ἀποπληξία

Ουσιαστικό

αποπληξία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.