αποξηραντήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αποξηραντήριο | τα | αποξηραντήρια |
| γενική | του | αποξηραντήριου & αποξηραντηρίου |
των | αποξηραντήριων & αποξηραντηρίων |
| αιτιατική | το | αποξηραντήριο | τα | αποξηραντήρια |
| κλητική | αποξηραντήριο | αποξηραντήρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποξηραντήριο < αποξηραίνω + -τήριο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sécherie)
Ουσιαστικό
αποξηραντήριο ουδέτερο
- ο (ειδικά διαμορφωμένος) χώρος στον οποίο γίνεται η αποξήρανση
- όργανο ή μηχάνημα το οποίο συμβάλλει στην αποξήρανση
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αποξηραίνω και ξηρός
Μεταφράσεις
αποξηραντήριο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.