αποναρκωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποναρκωτικός | η | αποναρκωτική | το | αποναρκωτικό |
| γενική | του | αποναρκωτικού | της | αποναρκωτικής | του | αποναρκωτικού |
| αιτιατική | τον | αποναρκωτικό | την | αποναρκωτική | το | αποναρκωτικό |
| κλητική | αποναρκωτικέ | αποναρκωτική | αποναρκωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποναρκωτικοί | οι | αποναρκωτικές | τα | αποναρκωτικά |
| γενική | των | αποναρκωτικών | των | αποναρκωτικών | των | αποναρκωτικών |
| αιτιατική | τους | αποναρκωτικούς | τις | αποναρκωτικές | τα | αποναρκωτικά |
| κλητική | αποναρκωτικοί | αποναρκωτικές | αποναρκωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποναρκωτικός < αποναρκώνω + -τικός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αποναρκώνω, ναρκώνω και νάρκη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.