απομόρφωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απομόρφωση | οι | απομορφώσεις |
| γενική | της | απομόρφωσης* | των | απομορφώσεων |
| αιτιατική | την | απομόρφωση | τις | απομορφώσεις |
| κλητική | απομόρφωση | απομορφώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, απομορφώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
απομόρφωση θηλυκό
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
απομόρφωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.