vestige

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

vestige (en)

  1. το ίχνος που αφήνει το πόδι πάνω στο έδαφος
  2. κατάλοιπο, απομεινάρι, ίχνος (ορατό σημάδι ή ένδειξη από κάτι που δεν υπάρχε πια)
    the vestiges of an ancient civilization



Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /vɛs.tiʒ/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
vestige vestiges

vestige (fr) αρσενικό

  1. το απομεινάρι, το κατάλοιπο, το λείψανο, ο σκελετός οικοδομήματος
  2. το ίχνος ποδιού, η πατημασιά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.