μαγνητίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μαγνητίζω < μαγνήτης
Ρήμα
μαγνητίζω, παθ. φωνή: μαγνητίζομαι, παθ. μτχ.: μαγνητισμένος
- (φυσική) δίνω με ειδική τεχνική μαγνητικές ιδιότητες σε ένα αντικείμενο
- Το έτριψα με μαλλί και το μαγνήτισα
- (μεταφυσική) κάνω κάποιον να με υπακούει με ύπνωση ή γενικά τον υποβάλλω και ενεργεί ως όργανό μου, σαν να μην έχει βούληση (με την τεχνική του μεσμερισμού, με χρήση του λεγόμενου ζωϊκού μαγνητισμού)
- Τον μαγνήτισε και ενεργούσε σαν ρομπότ
- (μεταφορικά) έλκω ερωτικά και κάνω τον άλλο άβουλο όργανό μου (απο τον ζωϊκό μαγνητισμό και όχι το φυσικό)
- Με μαγνήτισαν τα μάτια της και τα έχασα, δεν ήξερα πού βρισκόμουν
- επηρεάζω τους άλλους με την έντονη προσωπικότητά μου που τους καθηλώνει
- Είναι λαοπλάνος και όταν ανεβαίνει στην εξέδρα των συγκεντρώσεων μαγνητίζει τα πλήθη
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μαγνητίζω | μαγνήτιζα | θα μαγνητίζω | να μαγνητίζω | μαγνητίζοντας | |
| β' ενικ. | μαγνητίζεις | μαγνήτιζες | θα μαγνητίζεις | να μαγνητίζεις | μαγνήτιζε | |
| γ' ενικ. | μαγνητίζει | μαγνήτιζε | θα μαγνητίζει | να μαγνητίζει | ||
| α' πληθ. | μαγνητίζουμε | μαγνητίζαμε | θα μαγνητίζουμε | να μαγνητίζουμε | ||
| β' πληθ. | μαγνητίζετε | μαγνητίζατε | θα μαγνητίζετε | να μαγνητίζετε | μαγνητίζετε | |
| γ' πληθ. | μαγνητίζουν(ε) | μαγνήτιζαν μαγνητίζαν(ε) |
θα μαγνητίζουν(ε) | να μαγνητίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μαγνήτισα | θα μαγνητίσω | να μαγνητίσω | μαγνητίσει | ||
| β' ενικ. | μαγνήτισες | θα μαγνητίσεις | να μαγνητίσεις | μαγνήτισε | ||
| γ' ενικ. | μαγνήτισε | θα μαγνητίσει | να μαγνητίσει | |||
| α' πληθ. | μαγνητίσαμε | θα μαγνητίσουμε | να μαγνητίσουμε | |||
| β' πληθ. | μαγνητίσατε | θα μαγνητίσετε | να μαγνητίσετε | μαγνητίστε | ||
| γ' πληθ. | μαγνήτισαν μαγνητίσαν(ε) |
θα μαγνητίσουν(ε) | να μαγνητίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μαγνητίσει | είχα μαγνητίσει | θα έχω μαγνητίσει | να έχω μαγνητίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μαγνητίσει | είχες μαγνητίσει | θα έχεις μαγνητίσει | να έχεις μαγνητίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μαγνητίσει | είχε μαγνητίσει | θα έχει μαγνητίσει | να έχει μαγνητίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μαγνητίσει | είχαμε μαγνητίσει | θα έχουμε μαγνητίσει | να έχουμε μαγνητίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μαγνητίσει | είχατε μαγνητίσει | θα έχετε μαγνητίσει | να έχετε μαγνητίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μαγνητίσει | είχαν μαγνητίσει | θα έχουν μαγνητίσει | να έχουν μαγνητίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.