imitation

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

imitation (en)

  1. απομίμηση (η ενέργεια)
  2. απομίμηση (το αντίγραφο)

Συνώνυμα

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

imitation < λατινική imitatio

Προφορά

ΔΦΑ : /i.mi.ta.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
imitation imitations

imitation (fr) θηλυκό

  1. η μίμηση
     συνώνυμα: copie
     αντώνυμα: création, originalité
  2. η απομίμηση
     συνώνυμα: copie
     αντώνυμα: originalité
  3. η πλαστογραφία
     συνώνυμα: contrefaçon, copie, plagiat
     αντώνυμα: authenticité
  4. η απομίμηση, ιμιτασιόν, η μαϊμού

Εκφράσεις

  • à l'imitation de με τον ίδιο τρόπο, κατά

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.