απολογιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απολογιστικός η απολογιστική το απολογιστικό
      γενική του απολογιστικού της απολογιστικής του απολογιστικού
    αιτιατική τον απολογιστικό την απολογιστική το απολογιστικό
     κλητική απολογιστικέ απολογιστική απολογιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απολογιστικοί οι απολογιστικές τα απολογιστικά
      γενική των απολογιστικών των απολογιστικών των απολογιστικών
    αιτιατική τους απολογιστικούς τις απολογιστικές τα απολογιστικά
     κλητική απολογιστικοί απολογιστικές απολογιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απολογιστικός < απολογισμός + -τικός

Επίθετο

απολογιστικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.