απολογιστικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απολογιστικότητα οι απολογιστικότητες
      γενική της απολογιστικότητας των απολογιστικοτήτων
    αιτιατική την απολογιστικότητα τις απολογιστικότητες
     κλητική απολογιστικότητα απολογιστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απολογιστικότητα < απολογιστικός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική accountability)

Ουσιαστικό

απολογιστικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.