αποκοτιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποκοτιά οι αποκοτιές
      γενική της αποκοτιάς των αποκοτιών
    αιτιατική την αποκοτιά τις αποκοτιές
     κλητική αποκοτιά αποκοτιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποκοτιά < απόκοτος

Ουσιαστικό

αποκοτιά θηλυκό

  1. η απερισκεψία
  2. (συνεκδοχικά) απερίσκεπτη, παράτολμη πράξη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.