αποκληρωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποκληρωτικός | η | αποκληρωτική | το | αποκληρωτικό |
| γενική | του | αποκληρωτικού | της | αποκληρωτικής | του | αποκληρωτικού |
| αιτιατική | τον | αποκληρωτικό | την | αποκληρωτική | το | αποκληρωτικό |
| κλητική | αποκληρωτικέ | αποκληρωτική | αποκληρωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποκληρωτικοί | οι | αποκληρωτικές | τα | αποκληρωτικά |
| γενική | των | αποκληρωτικών | των | αποκληρωτικών | των | αποκληρωτικών |
| αιτιατική | τους | αποκληρωτικούς | τις | αποκληρωτικές | τα | αποκληρωτικά |
| κλητική | αποκληρωτικοί | αποκληρωτικές | αποκληρωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποκληρωτικός < αποκληρώνω + -τικός
Συγγενικά
- αποκληρωτικά
- → δείτε τις λέξεις αποκληρώνω, κληρώνω και κλήρος
Μεταφράσεις
αποκληρωτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.