ἀποκατάστασις

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

ἀποκατάστασις < ἀποκαθιστάνω < ἀποκαθίστημι

Ουσιαστικό

ἀποκατάστασις

  1. αποκατάσταση, επανεδραίωση προσώπων, πολιτικών συστημάτων
  2. επαναφορά σε προηγούμενη θέση
    τῶν ἀστέρων (όταν επανέρχονταν στην περσινή θέση τους), τῶν ὁμήρων εἰς τάς πατρίδας
  3. ανάρρωση ασθενούς
  4. (στρατιωτικός όρος) αναστροφή στην κίνηση μιας μονάδας

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.