αποδύομαι

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

αποδύομαι < αρχαία ελληνική ἀποδύομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἀποδύω < ἀπό + δύω

Ρήμα

αποδύομαι

  1. γυμνώνομαι, ξεντύνομαι, γδύνομαι, βγάζω τα ρούχα μου
  2. (μεταφορικά) καταπιάνομαι με δύσκολο έργο
  3. (μεταφορικά) μάχομαι, αφιερώνομαι σε αγώνα, μια προσπάθεια ή ένα εγχείρημα
  4. (μεταφορικά) προσπαθώ, αναλαμβάνω, αφιερώνομαι, «τα δίνω όλα»
    αν τα κορίτσια δεν ενέδιδαν τόσο εύκολα, τα αγόρια δε θα αποδύονταν σε φιλονικίες μεταξύ τους

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.